- ψειριάρης
- α, ικο1) вшивый, завшивевший (о человеке); 2) см. ψωροπερήφανος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψειριάρης — α, ικο, Ν 1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής 2. μτφ. βρομιάρης 3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικο βοτ. το ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. φουκαρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ψειριάρης, -α, -ικο — αυτός που είναι γεμάτος ψείρες, ο ψειριασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
κονιδιάρης — α, ικο (Μ κονιδιάρης, α, ικο) γεμάτος κόνιδα, ψειριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνιδα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης, ψειρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
φθειράριος — ον, ΜΑ ψειριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + κατάλ. άριος (πρβλ. ψωρ άριος)] … Dictionary of Greek
φθειρώδης — ῶδες, Α [φθείρ] γεμάτος ψείρες, ψειριάρης … Dictionary of Greek
ψειρής — ο, θηλ. ψειρού, Ν [ψείρα] 1. ψειριάρης 2. το θηλ. η ψειρού μτφ. η φυλακή 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος β) φιλάργυρος, τσιγκούνης γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος … Dictionary of Greek
ψειριάζω — Ν [ψείρα] (αμτβ.) 1. γεμίζω ψείρες 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ψειριασμένος, η, ο ψειριάρης … Dictionary of Greek
ψειριάρικος — η, ο, Ν [ψειριάρης] ψειριασμένος … Dictionary of Greek
ψειρής — ο θηλ. ψειρού 1. ψειριάρης. 2. ακάθαρτος άνθρωπος ή φτωχός που επιδιώκει να παρουσιάζεται ως εύπορος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψειρού, η φυλακή: Είναι στην ψειρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψειριάρικος — η, ο ψειριάρης, ψειριασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)